- νεοσύστατος
- -η, -ο (Α νεοσύστατος, -ον)αυτός που έχει συσταθεί πρόσφατααρχ.1. (για νόσημα) αυτός που εμφανίστηκε πριν από λίγο, αιφνίδιος, ξαφνικός («νεοσύστατος κατάρρους», Ορειβ.)2. (για πρόσ.) αυτός που πριν από λίγο προσχώρησε σε κάποια αίρεση, αυτός που προσηλυτίστηκε πρόσφατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. μον-σύστατος].
Dictionary of Greek. 2013.